τεΐα

τεΐα
(thea). Γένος φυτών της οικογένειας των τερνστραμειοειδών, που αριθμεί είδη θάμνων της Ινδίας και της Κίνας. Το αξιολογότερο φυτό του γένους είναι η καμέλια η σινική (thea sinensis), θάμνος που φτάνει τα 10 μ. ύψος αλλά οι καλλιεργητές του δεν το αφήνουν να ξεπεράσει τα 2 μ., γιατί όσο χαμηλότερο είναι, τόσο μεγαλύτερα φύλλα έχει. Τα φύλλα αυτά, όταν ξεραθούν και κοπούν, δίνουν το τσάι, το διαδεδομένο σε όλο τον κόσμο αφέψημα. Η τ., εξαιτίας των πολύτιμων φύλλων της, καλλιεργείται συστηματικά κυρίως στις χώρες Ινδία, Σρι Λάνκα, Ινδονησία, Βραζιλία, Κίνα, Ιαπωνία και ΗΠΑ. Το φυτό πολλαπλασιάζεται με σπορά. Τα νέα φυτά μεταφέρονται από το φυτώριο, τον επόμενο χρόνο, στη γη και φυτεύονται σε απόσταση περίπου ένα μ. το ένα από το άλλο. Bλ. λ. τσάι.
* * *
η, Ν
βοτ. γένος φυτών, τυπικό τής οικογένειας τεΐδες, στο οποίο ανήκει το τεϊόδενδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. thea < νεολατ. thea (βλ. λ. τέιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσιτεία — μεσῑτείᾱ , μεσιτεία mediation fem nom/voc/acc dual μεσῑτείᾱ , μεσιτεία mediation fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσιτείας — μεσῑτείᾱς , μεσιτεία mediation fem acc pl μεσῑτείᾱς , μεσιτεία mediation fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιτεία — ξενῑτείᾱ , ξενιτεία living abroad fem nom/voc/acc dual ξενῑτείᾱ , ξενιτεία living abroad fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξενιτείας — ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem acc pl ξενῑτείᾱς , ξενιτεία living abroad fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτεία — πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc/acc dual πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιτείας — πολῑτείᾱς , πολιτεία condition and rights of a citizen fem acc pl πολῑτείᾱς , πολιτεία condition and rights of a citizen fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπολιτείας — συμπολῑτείᾱς , συμπολιτεία federal union fem acc pl συμπολῑτείᾱς , συμπολιτεία federal union fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερατεία — ἱερᾱτείᾱ , ἱερατεία priesthood fem nom/voc/acc dual ἱερᾱτείᾱ , ἱερατεία priesthood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερατείας — ἱερᾱτείᾱς , ἱερατεία priesthood fem acc pl ἱερᾱτείᾱς , ἱερατεία priesthood fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • автокра́тия — и, ж. книжн. Форма правления, при которой одному лицу принадлежит неограниченная верховная власть; самодержавие, абсолютизм. [греч. α’υτοκρατεια] …   Малый академический словарь

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”